υποσέλιδο(ν)

υποσέλιδο(ν)
το сноска (внизу страницы)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υποσέλιδο(ν)" в других словарях:

  • υποσέλιδος — η, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται στο κατώτατο μέρος μιας σελίδας («υποσέλιδα σχόλια») 2. το ουδ. ως ουσ. το υποσέλιδο αγγελία ή άλλη, άσχετη προς το κείμενο, δημοσίευση στο κάτω μέρος σελίδας βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας ή άλλου εντύπου. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»